ναυαγιαίρεση

ναυαγιαίρεση
η
1. (νομ.) η θαλάσσια αρωγή
2. ναυτ. η εργασία ανέλκυσης πλοίου από τον βυθό τής θάλασσας ή λίμνης στην επιφάνειά της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυάγιο + αἵρεση (< αἱρῶ «κυριεύω») αντί τού ορθότερου σημασιολογικά τ. ναυγί-αρση (< αἴρω «συλλέγω»). Πιθ. στο συνθ. η λ. αἵρεση και το ρ. αἱρῶ χρησιμοποιούνται μεταφορικά με τη σημ. τού διασώζω (πρβλ. γαλλ. sauvetage «διάσωση πλοίου»), αφού πρώτα γίνομαι κύριος τού ναυαγίου (βλ. και λ. ναυαγι-αιρεσία). Η λ., στον λόγιο τ. ναυαγιαίρεσις μαρτυρείται από το 1856 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ναυαγιαιρεσία — η ναυαγιαίρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγιαίρεση + κατάλ. ία. Η λ. αποτελεί πιθ. απόδοση τού γαλλ. sauvetage «διάσωση πλοίου» (βλ. λ. ναυαγιαίρεση). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγλ. Βλάχου.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”